εκατοστημόριο

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

το
1. το ένα εκατοστό
2. το ελάχιστο ή ασήμαντο μερίδιο («το εκατοστημόριο της δύναμης»).