εκβάλλιο

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

το
εκβάλλιο το ελατήριο
η πικραγγουριά, φυτό της οικογένειας κουκουρβιτίδες, του οποίου όταν ωριμάσει ο καρπός εκτοξεύει τα σπέρματα σε μεγάλη απόσταση.