εκδιώκω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκδιώκω)
1. διώχνω με βίαιο τρόπο
2. εξορίζω ή απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
αποπέμπω, απομακρύνω βίαια κάποιον από το αξίωμα ή τη θέση του
αρχ.
κατηγορώ.