εκδιώκω
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(AM ἐκδιώκω)
1. διώχνω με βίαιο τρόπο
2. εξορίζω ή απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
αποπέμπω, απομακρύνω βίαια κάποιον από το αξίωμα ή τη θέση του
αρχ.
κατηγορώ.