εκθέω

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

ἐκθέω (Α)
1. τρέχω έξω
2. κάνω εξόρμηση
3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω.