εκθερμαίνω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ἐκθερμαίνω (Α)
μσν.
θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς
αρχ.
1. θερμαίνω εντελώς
2. εξάπτομαι
3. με θέρμανση εξατμίζω
4. εξαλείφω.