εκκολάπτω

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκολάπτω)
(για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά
νεοελλ.
1. (-ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι
2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι.