θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
(AM ἐκκολάπτω)(για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγάνεοελλ.1. (-ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι.