εκκόλαψη

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκόλαψις)
η έξοδος του νεοσσού από το αβγό
νεοελλ.
ωρίμανση, εμφάνισηεκκόλαψη συνωμοσίας»).