εκμυζώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκμυζῶ, -άω και -έω
Α και ἐκμύζω)
1. βυζαίνω, πιπιλίζω
2. αποσπώ χρήματα ή άλλα οφέλη με πιέσεις, εκβιασμούς ή απάτες
μσν.
σφετερίζομαι κάτι
αρχ.
αντλώ με αναρρόφηση.