Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκμυζώ

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκμυζῶ, -άω και -έω
Α και ἐκμύζω)
1. βυζαίνω, πιπιλίζω
2. αποσπώ χρήματα ή άλλα οφέλη με πιέσεις, εκβιασμούς ή απάτες
μσν.
σφετερίζομαι κάτι
αρχ.
αντλώ με αναρρόφηση.