μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(-άω) (AM ἐκμυζῶ, -άω και -έωΑ και ἐκμύζω)1. βυζαίνω, πιπιλίζω2. αποσπώ χρήματα ή άλλα οφέλη με πιέσεις, εκβιασμούς ή απάτεςμσν.σφετερίζομαι κάτιαρχ.αντλώ με αναρρόφηση.