εκπιέζω

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)
αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω
αρχ.-μσν.
βασανίζω, ταλαιπωρώ
αρχ.
1. διώχνω βίαια κάποιον
2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.