εκπράσσω

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α)
1. αποπερατώνω, κατορθώνω
2. καταστρέφω, σκοτώνω
3. απαιτώ, εισπράττω
4. τιμωρώ, εκδικούμαι.