εκπράσσω

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α)
1. αποπερατώνω, κατορθώνω
2. καταστρέφω, σκοτώνω
3. απαιτώ, εισπράττω
4. τιμωρώ, εκδικούμαι.