εκρίζωση

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

η και ξερίζωμα, το (Μ ἐκρίζωσις και ἐκρίζωμα)
απόσπαση από τη ρίζα, ξερίζωμαεκρίζωση αμπελιού»)
νεοελλ.
1. η συγκομιδή με ειδικές εκριζωτικές μηχανές τών φυτών που καλλιεργούνται για τις ρίζες (βολβούς) τους
2. ιατρ. «εκρίζωση όγκου» — η καθολική εξαίρεση όγκου.