εκφαντορικός

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

ἐκφαντορικός, -ή, -όν (AM)
Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός
II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς
ερμηνευτικὼς, παραστατικώς.