ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)
κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω
αρχ.
παθ. ἐκφοβοῦμαι
φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.