τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(AM ἐκχυλίζω)μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψησηαρχ.εκμυζώ, απομυζώ.