Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) αφέψω
βράση, βρασμός
νεοελλ.
(φαρμ.)
1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό
2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της.