ελάα

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

ἐλάα, η (αττ. τ. του ουσ. ελαία) (Α)
το φυτό, το δέντρο της ελιάς.