ελίχρυσο

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

το (Α ἑλίχρυσος, -ο)
αναρριχητικό φυτό της οικογένειας σύνθετα.