ελαιόπρωρος

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἐλαιόπρῳρος, -ον (Α)
(για δέντρα) αυτός που στην κορυφή μοιάζει με ελιά.