ελαφοπόδαρος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος
2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο
το πόδι του ελαφιού.
-η, -ο
1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος
2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο
το πόδι του ελαφιού.