εναποθέτω

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

1. τοποθετώ, συγκεντρώνω σ' έναν τόπο («οι μέλισσες εναποθέτουν το μέλι τους στις κερήθρες»)
2. μτφ. αποταμιεύω.