ενερείδω
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
ἐνερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ' ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.)
2. ακουμπώ, στηρίζω
3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτι («ἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.)
4. (αμτβ.) κείμαι, προσκολλώμαι σε κάποιον, κάθομαι («πεσών ἐνερείσατο γαίῃ» Απολλ. Ρόδ.).