ενεχυριάζω

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].