ενεός

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α ἐνεός και ἐννεός, -ά, -όν)
κατάπληκτος, εμβρόντητος («εἱστήκεισαν ἐνεοί», ΚΔ)
μσν.
σιωπηλός, άφωνος
αρχ.
1. άλαλος» μουγκός («ό μὴ ἐνεός ἤ κωφὸς ἀπ' ἀρχῆς», Πλάτ.)
2. βλάκας, ηλίθιος
3. (για πράγμ.) άχρηστος, μάταιος.