Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
-ά, -όν (Α ἐνεός και ἐννεός, -ά, -όν)
κατάπληκτος, εμβρόντητος («εἱστήκεισαν ἐνεοί», ΚΔ)
μσν.
σιωπηλός, άφωνος
αρχ.
1. άλαλος» μουγκός («ό μὴ ἐνεός ἤ κωφὸς ἀπ' ἀρχῆς», Πλάτ.)
2. βλάκας, ηλίθιος
3. (για πράγμ.) άχρηστος, μάταιος.