ενιαυτίζω

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

ἐνιαυτίζω (Α) ενιαυτός
διέρχομαι ένα έτος, έναν ενιαυτόν (και το μέσ. με την ίδια σημασία).