εννεαδάκτυλος

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐννεαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα δάκτυλα
2. ζωολ. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα εννεαδάκτυλα
ζώα που έχουν εννέα δάκτυλα ή εννέα δακτυλοειδή προσαρτήματα.