εννεύω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

ἐννεύω (Α) νεύω
1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον
2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).