ενσκίμπτω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) σκίμπτομαι
1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.)
2. εξακοντίζω
3. χτυπώ, πλήττω.