εντέλεια

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐντέλεια)
τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)
νεοελλ.
φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλά
αρχ.
πλήρη δικαιώματα.