ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
η (AM ἐντέλεια)τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)νεοελλ.φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλάαρχ.πλήρη δικαιώματα.