εντοιχίζω

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek Monolingual

1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα»)
2. εγκλείω μέσα σε τοίχο
3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο.