εντοιχίζω

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα»)
2. εγκλείω μέσα σε τοίχο
3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο.