εντολοδόχος

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που δέχεται να εκτελέσει μια εντολή
2. φρ. «εντολοδόχος πρωθυπουργός» — εκείνος που έχει λάβει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί τα καθήκοντά του ώσπου να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.