εξευγενίζω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
(AM ἐξευγενίζω) ευγενίζω
καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη»)
νεοελλ.
βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια»)
αρχ.
παράγω ευγενείς γόνους.