ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(Α ἐξοικῶ, -έω) έξοικοςνεοελλ.(για χώρα) ερημώνομαιαρχ.1. μεταναστεύω2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση.