επέλπομαι

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)
ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].