Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)ελπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].