επέλπομαι
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)
ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α)
ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»].