επίσωτρο

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπίσωτρον)
το ελαστικό του τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη του τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο (ζάντα)
αρχ.
η μεταλλική στεφάνη του τροχού γύρω από το σώτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σώτρον «σιδερένια στεφάνη του τροχού»].