επαγγελματικός
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στα επαγγέλματα («επαγγελματικά σωματεία», «επαγγελματική εκπαίδευση», «επαγγελματικό επιμελητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. officiel που αργότερα μεταφράστηκε «επίσημος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Περικλή Αργυρόπουλο].