επανακυκλώ

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ἐπανακυκλῶ, -έω και σπαν. -όω (Α) κυκλώ
1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι
2. επαναλαμβάνω
3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά
4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά.