επανακυκλώ
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
ἐπανακυκλῶ, -έω και σπαν. -όω (Α) κυκλώ
1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι
2. επαναλαμβάνω
3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά
4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά.