επανοίκτης
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.