Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επανορθώσιμος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. -ιμος που δηλώνει δυνατότητα].