επιγλωττίδα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η (AM ἐπιγλωττίς
Α και ἐπιγλωσσίς)
λεπτός χόνδρος που φράζει τον λάρυγγα κατά την κατάποση
αρχ.
πληθ. αἱ ἐπιγλωττίδες
οι φωνητικές χορδές.