σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
ἐπιδιατρίβω (Α)παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τρίβω «μένω»].