επιδιατρίβω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ἐπιδιατρίβω (Α)
παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τρίβω «μένω»].