επικαταμένω

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταμένω (Α)
μένω κάπου περισσότερο χρόνο («θηρίου ἕνεκα ἐπικαταμεῖναι», Ξεν.).