επικρότηση

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

η (Μ ἐπικρότησις) επικροτώ
νεοελλ.
έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας («επικρότηση τών νέων μέτρων»)
μσν.
επίπληξη, επιτίμηση.